jgalanis

Just another WordPress.com site

A Story for Generations: Home Front Girl

WordPress.com News

Home Front GirlImagine this: you have access to the diaries of your mother or father: Windows into your family’s past. Snapshots of moments of history.

What would this process be like? To sift through documents, to piece together a life — and, ultimately, your own family history? Susan Morrison, the blogger and author at Home Front Girl Diary, has this very story to tell.

The book Home Front Girl brings her mother’s diaries — penned as a teenager from 1937 to 1943 — to life. Her website and blog, created to complement her mother’s book, weaves personal, family, and world history and allows Susan to interact with her mother (now passed away) in an intimate, creative way.

We chatted with Susan about her project, how she uses her WordPress.com site to promote her book, and her blogging and research advice to writers, historians, and memoirists.

Tell us about the interesting story…

Δείτε την αρχική δημοσίευση 1.398 επιπλέον λέξεις

Ο Καθρέφτης

Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ – Μέρος Ι
 
          Ήρθες; Μα ναι ήρθες. Ήρθες τώρα ; Όχι βέβαια ! Ήσουν πάντα εδώ. Καλά, δε βαρέθηκες να είσαι πάντα εδώ ; Αλλά και πάλι , που αλλού να πας; Αφού το εδώ είναι παντού ! Ναι , όπου και να πας θα είσαι πάντα εδώ • μέσα σου, μέσα μου. Στον ιστό που μας ενώνει, εδώ, παντού, αψηφώντας το χρόνο. Ποιο χρόνο; Ακόμα και αυτός έχει ταυτιστεί μαζί σου από φόβο μήπως τον ξεχάσεις και χάσει έτσι την ανυπέρβλητη αξία που έχει για τους ζωντανούς οργανισμούς. Από φόβο μήπως πάψει να υπάρχει. Ποιος; Αυτός, ο αιώνιος Χρόνος!
          Δεν σ’ ενδιαφέρει όμως για τις ανάγκες του χρόνου και διασχίζεις ανέλπιδα το αγαπημένο σου κενό για να αποδράσεις ίσως από τις ανούσιες – για την ώρα – αυτές σκέψεις. Κάνεις ένα, δύο βήματα μπροστά και περιμένεις την αλλαγή του ανύπαρκτου τοπίου που σε περιβάλλει. Κάτι σε σπρώχνει να ισοπεδώσεις το ανύπαρκτο, να εμφυτευτείς στην άβυσσο που βρίσκεται ολόγυρά σου και σου καταδυναστεύει την ύπαρξη
          Κοντοστέκεσαι για λίγο προσπαθώντας να κατανοήσεις την χρησιμότητα της ύπαρξής σου , αλλά όχι , δε βρίσκεις τίποτα.   Κάτι σε παρακινεί να προχωρήσεις κι άλλο μπροστά, μόνο εμπρός, όχι πίσω, ούτε δεξιά ή αριστερά, λες κι έχει σημασία ο προσανατολισμός σου στην άβυσσο των συναισθημάτων σου. Συναισθήματα; Τι σημαίνει αυτή η λέξη; Δεν προλαβαίνεις να καταλάβεις το ερώτημα που μόλις διατύπωσε το θολωμένο μυαλό σου και ξάφνου, σαν απάντηση απ’ το πουθενά, κάτι αρχίζει να γυαλίζει εκεί μπροστά. Ίσα που φαίνεται.    Αμέσως παρασύρεσαι και βαδίζεις προς το μέρος αυτού του μυστήριου πράγματος που λάμπει, με την αφελή περιέργεια ενός μικρού παιδιού που αψηφά τον κίνδυνο μόνο και μόνο επειδή δεν έχει την επίγνωσή του.
          Κι ενώ είσαι πάντα εδώπαντού, στον ιστό που μας ενώνει, αψηφώντας τα πάντα, δεν αργείς να φτάσεις εκεί και ανακαλύπτεις ότι αυτό που λάμπει στα μισά του τίποτα είναι ένας καθρέφτης!
          Μα που στο καλό βρέθηκε ένας καθρέφτης στη μέση του συνεχούς και ακατάληπτου κενού; Και είναι εκεί σταθερός, αγέρωχος, προκλητικός, γεμάτος σιγουριά ότι θα κοιτάξεις μέσα του. Mα πως είναι δυνατόν; σκέφτεσαι, ενώ συναισθήματα οργής σε πλημμυρίζουν για τον ξεδιάντροπο καθρέφτη.
          « Πως είναι δυνατόν αυτός ο αναιδέστατος καθρέφτης να στέκεται εκεί όρθιος, χωρίς να στηρίζεται πουθενά και να έχει την αφελή σιγουριά πως θα κοιτάξω μέσα του; » , σκέφτεσαι με φανερά τα σημάδια της  απροκατάληπτης οργής στα μάτια σου.
 
 
          Και παρ’ όλο που ξέρεις ότι δεν θέλεις να κοιτάξεις μέσα στον καθρέφτη, δεν γνωρίζεις το γιατί δεν θέλεις να κοιτάξεις μέσα του.
          Γιατί; « Μα γιατί εκεί βρίσκεται η αλήθεια ανόητο πλάσμα!»
          Ποιος μίλησε; « Εκεί ίσως βρίσκεται η αλήθεια » διορθώνει η φωνή πιο πειστικά αυτή τη φορά. « Αλλά ίσως κι όχι. » Άλλη μια φωνή!
          Α αυτή τη φορά το κακό παράγινε. Και τι σε νοιάζει εσένα που βρίσκεται η αλήθεια ; Ή μήπως σε νοιάζει ; Και τέλος πάντων , ποιός μιλάει μέσα στο κεφάλι σου προσπαθώντας να σε βγάλει από το λήθαργο της πνευματικής σου « ανεξαρτησίας » ;
          Εξοργίζεσαι μ’ αυτές τις δύο φωνές που αντηχούν μέσα στο κεφάλι σου και – ίσως – για να μην σε ενοχλούν πια από αρρωστημένη – ίσως – περιέργεια , αποφασίζεις να διεισδύσεις στα άδυτα αυτού του καταραμένου καθρέφτη που στέκεται μπροστά σου στα μισά του τίποτα και σε προκαλεί λάμποντας και γελώντας μυστηριωδώς υπεροπτικά !
          Άλλωστε τι το καινούριο μπορεί να δείξει αυτός ο καθρέφτης που δεν το έχεις ξαναδεί ; Τίποτα , απολύτως τίποτα ! Δεν έχεις να κερδίσεις ούτε να χάσεις κάτι αλλά ούτε και να ικανοποιήσεις κάποια μυστηριώδη περιέργεια. Ίσως κοιτάξεις μέσα του ακριβώς επειδή δεν θα έχει νόημα αυτή η πράξη. Κι όμως κάτι βαθιά μέσα σου – μάλλον αυτές οι φωνές που αντηχούν ακόμη ενοχλητικά – σου λέει πως κάτι νέο, κάτι σημαντικό θ’ ανακαλύψεις. Προκατάληψη ή όχι ; Κι αν είναι προκατάληψη ; Ποιό είναι το διαχωριστικό όριο της προκατάληψης ; Και πως οριοθετούμε ακόμη το αν η προκατάληψη είναι καλό ή κακό πράγμα ;
          « Άντε λοιπόν! Tι περιμένεις; Θα κοιτάξεις επιτέλους μέσα; » σε διακόπτει πάλι από το χείμαρρο των σκέψεών σου μια απ’ τις δύο φωνές.
« Ναι , ναι κοίταξε μέσα » συμπληρώνει και η άλλη φωνή.
          Περίεργο σκέφτεσαι πως είναι δυνατό δύο φωνές , που απ’ τον τόνο τους φαίνεται ότι εκπροσωπούν δύο διαφορετικά πράγματα , να συμφωνούν με τόση άνεση να κοιτάξω μέσα στον καθρέφτη. Είναι σαν να ακούς τη γνώμη δύο ανθρώπων με διαφορετικές απόψεις που συμφωνούν σε κάτι που μοιάζει απόλυτα φυσικό και για τους δύο ή και για οποιονδήποτε άλλο. Κάτι κοινώς αποδεκτό. Μα υπάρχουν κοινώς αποδεκτά  πράγματα; Τέλος πάντων, τώρα θα δεις τι μπορεί να έχει τόση σημασία.
          Και εντελώς φυσικά, σαν να το έχεις κάνει εκατομμύρια φορές, κοιτάζεις μέσα στον καθρέφτη με απάθεια, έπειτα με παρατηρητικότητα, με αντιπάθεια, με θαυμασμό, με ναρκισσισμό, και ωραιοπάθεια σε μια προσπάθεια απομυθοποίησής σου και συνεχίζεις παρατηρητικά με ανυποχώρητη, τελικά, αδιαφορία ώσπου ξαφνικά προσηλώνεσαι στα μάτια!
Τι έγινε: Δεν τα έχεις ξαναδεί τα μάτια σου: Τι έγινε κι ανησύχησες έτσι ξαφνικά: Δεν ξέρεις τι συμβαίνει… κι όμως δεν προσπαθείς να ξεφύγεις…
Να ξεφύγεις από τι: Μα από κάτι που παρόλο που σου είναι τόσο γνωστό, αυτή την απροσδιόριστη στιγμή, σε ξενίζει τόσο πολύ! Σαν να μην έχεις ξαναδεί αυτά τα μάτια… Παραλογισμός: Ίσως… Ποιος είναι αυτός που δεν έχει ξαναδεί τα μάτια του έχοντας κοιταχτεί τόσες φορές σε καθρέφτη: Κανείς! Κι όμως! Εσύ εκεί… Κάτι δε σου πάει καλά… Κάτι άλλο είναι που σε τραβάει…Είναι το σχήμα τους; Όχι! Το χρώμα τους μήπως; Όχι, δεν είναι το χρώμα, το έχεις ξαναδεί αυτό το χρώμα στα όνειρά σου. Βλέπεις και όνειρα; Δε σε νοιάζει τώρα. Κάτι άλλο είναι που σε τραβάει σαν μαγνήτης προς το κέντρο των ματιών σου. Μα ναι, επιτέλους! Είναι αυτό το μαύρο κυκλάκι. Η κόρη! Να τι σε προκαλεί τόση ώρα. Αυτά τα μαύρα κυκλάκια. Χωρίς άλλη σκέψη και με ένα αίσθημα ηλίθιας σιγουριάς, βουτάς μέσα στο μαύρο σαν να κρύβονται εκεί όλα τα μυστικά που θα μπορούσε να ζητήσει ένα παιδί σαν κι εσένα. Ένα παιδί που μόλις τώρα είδε το πρώτο ενδιαφέρον πράγμα που θα μπορούσε να γίνει σημαντικό στη ζωή του. Είσαι αλήθεια σαν αυτό το παιδί; Μπορεί και όχι. Αλλά δεν έχει σημασία. Έτσι νιώθεις τώρα. Και συνεχίζεις να χάνεσαι στη μαύρη θάλασσα με όλο και πιο βαθιά μακροβούτια, ώσπου να είσαι μόνο εσύ και το μαύρο, να έχεις χάσει τελείως τον καθρέφτη και το είδωλό σου και να βυθίζεσαι σε ένα μαύρο διαφορετικό από το προηγούμενο. Το μαύρο του κενού. Να χάνεσαι στο μαύρο της ύπαρξής σου. Και τώρα πλέον μπορείς να νιώθεις ευχαρίστηση. Αλήθεια όμως μπορείς να νιώθεις ευχαρίστηση; Τώρα είσαι μέσα στη δική σου άβυσσο, στο δικό σου κενό, στο εγώ σου. Και ταυτόχρονα νιώθεις ότι και στην αρχή. Ότι είσαι εδώ! Παντού! Στον ιστό που μας ενώνει αψηφώντας τα πάντα!
          «Και τι θέλεις;» Ρωτάει η μια φωνή που διαβάζει όλες τις σκέψεις σου. «Μα δεν είναι ολοφάνερο; Θέλεις να κατακτήσεις την άβυσσο, να κατανοήσεις το κενό, να ξεπεράσεις το εγώ» Απαντάει η άλλη φωνή πριν καν προλάβεις να σκεφτείς την κοφτή και γεμάτη υπονοούμενα, αυστηρού τόνου, ερώτηση της πρώτης φωνής. «Προχώρησε εμπρός και θα τα καταφέρεις. Χώσου στην άβυσσο, σκάψε το κενό, μπες πιο βαθιά ώσπου να αρχίσεις να βλέπεις. Να ξεφύγεις από το σκοτάδι». Και με αυτή την τελευταία παρακίνηση, ξεκινάς. Άραγε από ενδιαφέρον δικό σου ή για να κάνεις τη φωνή να πάψει να σε ενοχλεί με τα τόσο μονότονα λόγια της που δε σε αφήνουν σε ησυχία; Δεν έχει σημασία. Ξεκινάς. Δεν είσαι πλέον στο κενό. Νιώθεις το έδαφος ξερό και αφιλόξενο κάτω από τα πόδια σου. Λες κι αυτές οι μικρές πετρούλες που πατάς θέλουν να σε διώξουν αυθάδικα από το ν τόπο τους. Δεν τους αρέσει που είσαι εκεί. Δεν τους αρέσει να πατάς πάνω τους. Μα ποιος τους έμαθε να αυθαδιάζουν; Έχουν θέληση και οι πέτρες; Μα εσύ προχωράς. Όχι γιατί σέβεσαι τα πετραδάκια, αλλά γιατί δεν έχει τίποτα το ενδιαφέρον εδώ.
          Το σκοτάδι δε σου επιτρέπει ακόμα να δεις καθαρά, όμως καταλαβαίνεις ότι και να μπορούσες να δεις, δε θα υπήρχε τίποτα το ενδιαφέρον εδώ. Το καταλαβαίνεις γιατί το μέρος σου προκαλεί μια αίσθηση περιφρονητικής αδιαφορίας και όπως και να’ χει δε χρειάζεται να μείνεις άλλο εδώ. Δεν βλέπεις, δεν ακούς τίποτα, δεν κάνει ούτε κρύο ούτε ζέστη και συνεχίζεις να προχωράς αδιάκοπα, με μόνο κριτήριο αυτής σου της επιλογής τις μονότονες και ανίδεες μυρωδιές και τις αυθάδικες πετρούλες που αφήνεις πίσω σου, μένοντας ταυτόχρονα, ανεξήγητα πάντα εδώ, στον ιστό που μας ενώνει, παντού…
          Σιγά σιγά αρχίζει να ξημερώνει κι ενώ συνεχίζεις να προχωράς, αποκαλύπτεται και στα μάτια σου το αφιλόξενο αυτό τοπίο που σε περιβάλλει, λέγοντάς σου «Δε σε θέλω εδώ, αλλά και να σε ήθελα, δε θα ήθελες εσύ να μείνεις, αφού δεν υπάρχει τίποτα που να σ’ ενδιαφέρει εδώ… αλλά εκεί μπροστά … προς τα εκεί που βαδίζεις… Καλά βαδίζεις. Προχώρησε κι άλλο και θα το δεις! Εκεί πέρα είναι και σε περιμένει…»
          Τι θα μπορούσε να σε περιμένει… σκέφτεσαι… Τι θα μπορούσε να είναι φιλόξενο και ποθητό συνάμα; Πλούτη; Δόξα; Η φύση; Χωριά; Πόλεις; Άνθρωποι; Ένας Άνθρωπος; Μα μπορεί ένας άνθρωπος να κάνει τη διαφορά; Τι άλλο; Μια περιπέτεια ίσως, ένα παραμύθι; Μια ερωτική φαντασίωση; Πόσα βλαβερά για την ύπαρξή σου συναισθήματα θα μπορούσαν να σε διαπεράσουν εξ αιτίας αυτού που θα συναντήσεις εκεί μπροστά; Αισθάνεσαι ήδη το κύμα της φθοράς που ετοιμάζεται να σκάσει πάνω σου και αρχίζεις να υποψιάζεσαι ότι ίσως θα έπρεπε να αντισταθείς… Να γυρίσεις πίσω…
          «Μήπως βλέπω όνειρο;» σκέφτεσαι…  «Μα όχι, εγώ δεν έχω δει ποτέ όνειρα…ή μήπως έχω δει και ποτέ δεν τα θυμάμαι; Αλλά όχι, ακόμη και τότε δε θα μπορούσα να αξιολογήσω αν βρίσκομαι σε όνειρο ή όχι, αφού δε γνωρίζω πως είναι τα όνειρα για να τα συγκρίνω με την τωρινή μου κατάσταση».
          Όχι λοιπόν δεν είναι όνειρο… Και ενώ καθησυχάζεις τον εαυτό σου ότι όλα αυτά που μεταφράζουν οι αισθήσεις σου είναι απολύτως πραγματικά, το σκοτάδι της νύχτας έχει παραχωρήσει τη θέση του στο μουντό και γκρίζο φως της ανέλπιδης ημέρας που απλώνεται στα βάθη του ορίζοντα. Νιώθεις την καταπίεση των αδιάφορων χρωμάτων που απλώνονται γύρω σου και θέλεις να σπάσεις αυτή τη μονότονα σαρκαστική σιωπή. Τι θα διαλέξεις να ακούσεις με το αυτί της φαντασίας σου; Ένα εναλλακτικό rock συγκρότημα; Μια underground ή  punk συναυλία; Μια heavy metal μυρωδιά ελευθερίας δεμένη με ένα συνονθύλευμα αλυσίδων αποτελούμενες από εκατομμύρια νότες και συγχορδίες το λεπτό; Ποια μουσική συνιστά επιτέλους στη διαμόρφωση της απροκατάληπτης και ελεύθερης σκέψης; Ποιο είναι το νόημα αυτών των σκέψεων που αφορούν στην αίσθηση της ακοής, όταν μετά από τόσο περπάτημα στο αφιλόξενο και ερημικό περιβάλλον έρχεται η όραση να σε κάνει να μετανιώσεις που ξεκίνησες, βλέποντας τι; Ένα δάσος ! Επιτέλους, το δάσος της ψυχής σου !
          Τι κι αν θέλεις να διαφωνήσεις με τα σύννεφα, που έτσι κι αλλιώς δεν τα φτάνεις εκεί πάνω που είναι. Θέλεις να δακρύσεις κι επειδή έχουν στερέψει πλέον οι βρύσες των ματιών σου θα ζητήσεις μερικές σταγόνες απ’ τα σύννεφα… μερικά δάκρυα δανεικά… Μα έλα τώρα. Αφού τώρα υπάρχει το δάσος. Θέλεις να περάσεις από μέσα του; Δεν απαντάς ε; Τι σημασία έχει αν θέλεις; Εντάξει, αν θέλεις , έχει καλώς… Πάντα έκανες ό,τι ήθελες, οπότε τι κι αν κάνεις το ίδιο άλλη μια φορά… Αν δεν θέλεις, πάλι έχει καλώς. Γιατί επιτέλους θα κάνεις κάτι που δεν το θέλεις, έτσι για να σπάσεις τη μονοτονία…
          Τέλος πάντων, αυτά δε σε νοιάζουν τώρα. Τάρα είσαι ήδη πολύ κοντά για να κάνεις πίσω. Κι έτσι συνεχίζεις… Μα τι στο καλό έχει αυτό το δάσος που το κάνει διαφορετικό από τα άλλα που έχεις δει; Μα ναι! Είναι καμένο! Μα γιατί να μην είναι ένα πυκνό δάσος με ψηλά δέντρα , με δύσκολα και αδιάβατα μονοπάτια; «Ρωτάς;» σου λέει μια από τις εσωτερικές σου φωνές. «Δεν ξέρεις τι θέλεις; Ε λοιπόν άκου να δεις τι θέλεις… Να πέφτεις, να σηκώνεσαι, να πληγώνεις, να σε πληγώνουν, να μισείς , να σε μισούν, να θέλεις και να παίρνεις, να μην περιμένεις. Να μη φοβάσαι αυτά που δε βλέπεις να μην εγκλωβίζεις τα συναισθήματά σου, να μην αφήνεις να βιάζουν τη σκέψη σου, παρόλο που μερικές φορές θα προτιμούσες να μη σκέφτεσαι… Τι κι αν ο κόσμος πληγώνεται από το φόβο μη εκπλήρωσης της οποιασδήποτε ελπίδας; Ελπίδα; Τι σημαίνει αυτό για σένα;» Και σαν να μην ακούς τι σου λέει η φωνή, εισέρχεσαι στο καμένο δάσος που σου γνέφει με κύματα ανέμου που χαϊδεύουν τις ρυτίδες στο συνοφρυωμένο από την απορία μέτωπό σου. Κάνεις μερικά βήματα, διστακτικά, νομίζοντας πως ίσως πέσεις πάνω σε κάποιον αόρατο τοίχο που θα σε κάνει να γυρίσεις πίσω. Άλλα και τοίχος να υπήρχε, εσύ θα έβρισκες τρόπο να τον περάσεις…
Κι ενώ έχεις προχωρήσει αρκετά, νιώθεις την αλλαγή πίσω σου. Μα τι συμβαίνει επιτέλους; Κάποιο θαύμα! Ναι, ίσως κάποιος παρατηρητής να το χαρακτήριζε έτσι. Σε κάθε βήμα σου, σαν να μην κάηκε ποτέ αυτό το δάσος, ανθίζει γύρω σου, ξεκινάει από κάτω σου και εξαπλώνεται δεξιά κι αριστερά σου, όσο πιάνει το βλέμμα σου. Αυτό το δάσος αποκτά και πάλι ζωή. Σαν να βρίσκεται στην αρχή της δημιουργίας. Το έδαφος χάνεται άγονο, ξερό από μπροστά σου και μετουσιώνεται αναζωογονημένο γεμάτο χορτάρι, γεμάτο ζωή, τα δέντρα σε προσπερνούν δεξιά κι αριστερά σου ψηλώνοντας, θεριεύοντας, κοιτώντας προς τον ουρανό λες και ξέχασαν την αξία που έχει το χώμα που πατούν, λες και ξεχνούν εσένα που τους δίνεις ζωή . Σαν να σου λένε φτάνει, αρκετή ζωή δημιούργησες στο πέρασμά σου. Γύρισε πίσω να τη χαρείς, ως πότε θα δημιουργείς; Δάκρυσες; Ναι δάκρυσες. Θέλεις να κάνεις έρωτα με τις σκιές του παρελθόντος, να πεθάνεις με τον πιο αργό θάνατο σε έναν εφιάλτη σου, να μυρίσεις το φόβο της επικείμενης ανάστασής σου, να ακούσεις τον ψίθυρο των βασανισμένων ψυχών να γίνεται η κραυγή της δικής σου ψυχής, αλλά που να πάρει! Δε θέλεις να σου δίνουν κατευθύνσεις τα κατώτερα από σένα δημιουργήματά σου. Ναι τα θεωρείς κατώτερα γιατί τα έφτιαξες εσύ. Δε μπορείς να φανταστείς ότι θα φτιάξεις ποτέ κάτι ανώτερο από σένα. «Όχι, όχι μην ακούς τα δημιουργήματά σου, είναι εγωιστικά, μην αφήσεις να σου καταδυναστεύουν την ύπαρξη. Πήγαινε κι άλλο μπροστά. Φτιάξε κι άλλα! Όσο ζεις θα φτιάχνεις. Γι αυτό είσαι εδώ. Γι αυτό μπήκες μέσα στον καθρέφτη, γι αυτό δεν έμεινες πίσω στο κενό, αλλά προτίμησες να γνωρίσεις τον εαυτό σου» επαναστατεί η φωνή μέσα σου.
          «Γιατί; Αρκετά δεν είναι; Γιατί να μην τα χαρείς; Για ποιόν τα φτιάχνεις αν όχι για σένα;» συνωμοτεί η άλλη φωνή μέσα σου… Μα η πρώτη φωνή απαντά « Για σένα τα φτιάχνεις; Για σένα δημιουργείς; Για σένα κάνεις θαύματα και υποτάσεις τη φύση; Γιατί; Πόσο ευτελής θα ήταν η πνευματική σου ανάταση μπροστά σε ένα μεγαλειώδες θέαμα της φύσης αν αφορούσε μόνο εσένα και δε μπορούσε να απλωθεί και προς μια άλλη ύπαρξη; Στα βάθη του ορίζοντα, πίσω από το δάσος, πίσω από το βουνό, μέσα στις πόλεις, στα χωριά κάπου κρυμμένη πίσω από κάποια χαραμάδα, πίσω από τη υποψία μιας σκιάς βρίσκεται η ύπαρξη αυτή! Ερωτεύσου την…» Μα η άλλη φωνή δεν το βάζει κάτω «Κι αν είναι αυταπάτη η ύπαρξη αυτή; Κι αν δε βρεις ποτέ αυτό που ψάχνεις; Αυτό που έχεις ανάγκη για να νιώθεις ολοκλήρωση; Αν κυνηγάς μια χίμαιρα; Αν, αν, αν…» Και η άλλη φωνή «Μα δε θέλεις να κατακτήσεις την άβυσσο; Δε θέλεις να κατανοήσεις το κενό; Δε θέλεις να καταπατήσεις το Εγώ; Όλα αυτά δεν γίνονται επιτέλους γιατί βαρέθηκες την εγωιστική σου ύπαρξη και θέλεις να γνωρίσεις μια άλλη ύπαρξη πιο ενδιαφέρουσα, ίσως πιο εγωιστική; Ερωτεύσου την ύπαρξη αυτή. Ο έρωτας είναι η κατάκτηση της αβύσσου, η κατανόηση του κενού, το ξεπέρασμα και η καταπάτηση του Εγώ. Αλλά είναι ακόμη και μια κατάρα που θα πέσει πάνω σου και θα είναι αδύνατο να της αντισταθείς… Ίσως η πιο γλυκιά κατάρα»
          Βλακείες, σκέφτεσαι… Εσύ θέλεις τη αυτονομία σου, την ανεξαρτησία, την ελευθερία…
          «Χα χα! Τι αυταπάτη! Δεν υπάρχει αυτονομία, ανεξαρτησία, ελευθερία… Αυτές οι λέξεις ανήκουν στο Θεό που δεν είναι ενδεής κανενός πράγματος. Ο θεός είναι τα πάντα. Εσύ είσαι ένας άνθρωπος. Κι αυτές οι λέξεις είναι χίμαιρες. Σ’αρέσει να κυνηγάς τι χίμαιρες. Κυνήγα τες. Κυνήγησε το άπιαστο. Ικανοποίησε την πείνα σου με την τροφή της αυταπάτης. Η αυτονομία είναι η αυταπάτη που θα διαλέξεις για να ξεγελάσεις τον εαυτό σου ότι δε χρειάζεσαι κανέναν. Να ξέρεις ότι η μεγαλύτερη ικανοποίησή σου θα έρθει όταν υπερνικήσεις και καταπατήσεις το εγώ σου. Όταν νικήσεις τον ίδιο σου τον εαυτό. Όταν ερωτευθείς και σε ερωτευθούν, όταν αγαπήσεις και αγαπηθείς.»
           Οι φωνές σε έχουν κουράσει πια. Ανόητα σου φαίνονται τα λόγια τους. Λόγια που δε μπορούν να νικήσουν το χρόνο. Λόγια που δε μπορούν έστω να σε κάνουν να κερδίσεις χρόνο. Η ζωή είναι πολύ μικρή για να μη χαίρεσαι την κάθε στιγμή της. Είναι πολύ μικρή για να παίρνεις μεγάλες αποφάσεις. Δε φεύγεις όμως ακόμα. Ζεις άλλη μια μέρα. Προχωράς μπροστά, ανεβαίνεις πιο ψηλά, βρίσκεις ένα λόγο για να μείνεις, να γνωρίσεις τον εαυτό σου. Κρύβεσαι μέσα στα όνειρά σου. Αν ψάχνεις συντροφιά στη σιωπή μέσα σε ένα μπλε φόντο, εμφανίζεις το φιλμ από τα όνειρα αυτά που έχεις φωτογραφήσει. Θέλεις να κάνεις τις κραυγές μες στο μυαλό σου να σωπάσουν. Προκαλείς το μεγαλύτερό σου πειρασμό. Μην του πεις ότι είναι εχθρός σου. Άσε τον να νομίζει πως τον χρειάζεσαι. Δώσε του στέγη και τροφή, βοήθα τον να γίνει πιο μεγάλος. Η νίκη πιο μεγάλου πειρασμού θα’ ναι και πιο μεγάλη νίκη. Μήπως τον χρειάζεσαι στ’ αλήθεια; Ναι ίσως εδώ βρίσκεται η απάντηση στο ερώτημα της ζωής σου…
           Βουτάς μέσα στον πιο βαθύ σου πειρασμό και γίνεσαι ένα με αυτόν. Είναι το άλλο σου μισό. Ναι εσύ είσαι ο πειρασμός. Πάντα ήσουν ο πειρασμός του εαυτού σου. Πάντα ήσουν εδώ! Μπροστά σ’ ένα σπασμένο καθρέφτη… Αλλά και που αλλού να πας; Αφού το εδώ είναι παντού! Ναι, όπου και να πας θα είσαι πάντα εδώ, μέσα σου, μέσα μου… Στον ιστό που μας ενώνει… Εδώ… Παντού… Αψηφώντας το χρόνο, το κενό, την άβυσσο, το Εγώ…

Hello world!

Welcome to WordPress.com. After you read this, you should delete and write your own post, with a new title above. Or hit Add New on the left (of the admin dashboard) to start a fresh post.

Here are some suggestions for your first post.

  1. You can find new ideas for what to blog about by reading the Daily Post.
  2. Add PressThis to your browser. It creates a new blog post for you about any interesting  page you read on the web.
  3. Make some changes to this page, and then hit preview on the right. You can always preview any post or edit it before you share it to the world.